Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τόμιον ἐντεμοίμεϑα

См. также в других словарях:

  • τόμιον — τὸ, Α [τομή / τόμος] 1. σφάγιο που έχει τεμαχιστεί σε θυσία και πάνω στο οποίο δίνονταν όρκοι («ἵππον λαβοῡσαι τόμιον ἐντεμοίμεθα», Αριστοφ.) 2. ακατέργαστο κομμάτι ξύλου, κούτσουρο 3. στον πληθ. τὰ τόμια τα μέρη τού σφαγίου που χρησιμοποιούνται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»