-
1 ἐν-τέμνω
ἐν-τέμνω (s. τέμνω, 1) einschneiden, hineinschneiden, γράμματα ἐν λίϑοις Her. 8, 22; Sp.; τὴν μήρινϑον, zerschneiden, Luc. – 2) ein Opferthier schlachten; absol., ἥρωϊ ἐντ. Thuc. 5, 11; Luc. Scyth. 1; σφάγιά τινι, Plut. Sol. 9; med., τόμιον ἐντεμοίμεϑα Ar. Lys. 192. – 31 von dem Arzte hergenommen, ἄκος ὕπνου, ein Heilmittel gegen den Schlaf bereiten, Aezeh. Ag. 17.
-
2 ἐντέμνω
A cut in, engrave upon,ἐν τοῖσι λίθοισι γράμματα Hdt.8.22
; of a map,χάλκεον πίνακα, ἐν τῷ γῆς.. περίοδος ἐνετέτμητο Id.5.49
: cut or scoop a hollow in a thing, in [voice] Pass., ἐντετμέαται Hp Art.72;ἐντετμημένου τοῦ σπληνίου Orib.46.25.4
.II cut up a victim, sacrifice, ἥρωϊ to a hero, Th.5.11, cf. Luc.Scyth.1;ἐ. σφάγιά τινι Plu.Sol.9
:—[voice] Med., εἰ.. ἵππον τόμιον ἐντεμοίμεθα should get it cut up, Ar.Lys. 192:—[voice] Pass.,ἐντέμνεται σφάγια Dion.Byz.14
.2 cut in, shred in, of herbs in a remedy, metaph., A.Ag.16.3 cut,ναῦς ἐ. κύματα Ph.1.352
, cf. Luc. Tim.22 ([voice] Pass.), Tox.37, Tox.37, Hist.Conscr.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐντέμνω
См. также в других словарях:
τόμιον — τὸ, Α [τομή / τόμος] 1. σφάγιο που έχει τεμαχιστεί σε θυσία και πάνω στο οποίο δίνονταν όρκοι («ἵππον λαβοῡσαι τόμιον ἐντεμοίμεθα», Αριστοφ.) 2. ακατέργαστο κομμάτι ξύλου, κούτσουρο 3. στον πληθ. τὰ τόμια τα μέρη τού σφαγίου που χρησιμοποιούνται… … Dictionary of Greek